- κηρυκτικός
- κηρυκτικός, -ή, -όν (Α) [κηρυκτός]1. κηρυκικός*2. τίτλος ενός λόγου που αποδίδεται στον Μέγα Αθανάσιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηρυκτικόν — κηρυκτικός masc acc sg κηρυκτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκτική — κηρυκτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)